- στριφογυριστός
- -ή, -ό, Ν [στριφογυρίζω]αυτός που στριφογυρίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειλικόεις — εἱλικόεις, εσσα, εν (Α) 1. στριφογυριστός 2. αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες») 3. αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις δράκων») … Dictionary of Greek
ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές … Dictionary of Greek